αρχο-

αρχο-
(AM ἀρχο-).
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρχω. Ο τ. χρησιμεύει ως α' συνθετικό σε μικρό σχετικά αριθμό λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, των οποίων το β' συνθετικό αρχίζει από σύμφωνο, και δηλώνει είτε την έννοια της πρώτης αρχής, του πρωταρχικού στοιχείου [πρβλ. αρχ. αρχοειδής
νεοελλ.
αρχολογία, αρχοσαύριοι] είτε την εξουσία [πρβλ. μσν. αρχογλυπτάδης, αρχολίπαρος
νεοελλ.
αρχομανής, αρχομανία]. Επίσης το αρχο- χρησιμοποιήθηκε και στη σύνθεση μικρού σχετικά αριθμού κυρίων ονομάτων της αρχαίας Ελληνικής πρβλ. Αρχόδαμος, Αρχοκλής, Αρχοκράτης, Αρχομενίδας, Αρχονίκα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αρχι- — (AM ἀρχι ). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων (κυρίως διοικητικών όρων) της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, καθώς επίσης και ξένων, ελληνογενούς ή μη προελεύσεως, τύπων. Το αρχι , το οποίο λίγο μετά την Ομηρική εποχή άρχισε να αντικαθιστά το… …   Dictionary of Greek

  • XYNOECIA — Graece Ξυνοικία, festum publicum in honorem Minervae institutum, ab Atheniensibus, postquam Theseus, Conciliis et magistratibus coeterarum urbium sublatis (prius enim Attica κατα πόλεις ᾠκεῖτο, πρυτανεῖά τε ἔχουσα καὶ ἄρχο τας, oppidatim… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αρχ- — (AM αρχ ). [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ είναι μία από τις μορφές που εμφανίζουν τα σύνθετα των οποίων το α συνθετικό προέρχεται από το ρ. άρχω, ενώ το β συνθετικό τους αρχίζει από φωνήεν. Για το αρχ ισχύει ό,τι και για το αρχε *, αρχι * και αρχο * Δηλ. τα… …   Dictionary of Greek

  • αρχε- — (AM ἀρχε ). [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη μορφή αρχε ως α συνθετικό εμφανίζεται ένας μικρός σχετικά αριθμός συνθέτων λέξεων της Ελληνικής, της αρχαίας κυρίως, απ όπου μερικές διατηρήθηκαν και στη νέα Ελληνική, των οποίων το β συνθετικό αρχίζει από σύμφωνο. Το… …   Dictionary of Greek

  • αρχολίπαρος — ἀρχολίπαρος, ον (Μ) αυτός που κολακεύει και εκλιπαρεί τους ισχυρούς για να ανέβει σε κάποιο αξίωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχο * + λιπαρός] …   Dictionary of Greek

  • αρχολογία — η 1. το να εξετάζει κανείς τις αρχές στη φιλοσοφία 2. το κεφάλαιο της φιλοσοφίας το οποίο ασχολείται με τις βασικές φιλοσοφικές αρχές. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχο * + λογία < λόγος < λέγω. Η λ. μαρτυρείται στον Ευγένιο Βούλγαρι] …   Dictionary of Greek

  • αρχομανής — ( ούς), ές αυτός που επιθυμεί με μανία ή με υπερβολικό ζήλο να κατακτήσει την εξουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχο * + μανής < μαίνομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Ν. Ι. Σαρίπολο] …   Dictionary of Greek

  • αρχομανία — η το υπέρμετρο πάθος κατάκτησης της αρχής ή της εξουσίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχο * + μανία < μαίνομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Ι. Περβάνογλου] …   Dictionary of Greek

  • κηπομανία — η η ιδιότητα τού κηπομανούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆπος + μανία (< μανία < μαίνομαι «είμαι τρελός, μανιασμένος»), πρβλ. αρχο μανία, κλεπτο μανία] …   Dictionary of Greek

  • Канонарх — (κανον и άρχο начинаю – т. е. руководитель канона – греч.) – клирик в монастыре, являющийся руководителем церковного пения. В греческой церкви – один из клира, долженствующий начинать пение тропарей канона, он должен… …   Полный православный богословский энциклопедический словарь

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”