αρχι- — (AM ἀρχι ). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων (κυρίως διοικητικών όρων) της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, καθώς επίσης και ξένων, ελληνογενούς ή μη προελεύσεως, τύπων. Το αρχι , το οποίο λίγο μετά την Ομηρική εποχή άρχισε να αντικαθιστά το… … Dictionary of Greek
XYNOECIA — Graece Ξυνοικία, festum publicum in honorem Minervae institutum, ab Atheniensibus, postquam Theseus, Conciliis et magistratibus coeterarum urbium sublatis (prius enim Attica κατα πόλεις ᾠκεῖτο, πρυτανεῖά τε ἔχουσα καὶ ἄρχο τας, oppidatim… … Hofmann J. Lexicon universale
αρχ- — (AM αρχ ). [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ είναι μία από τις μορφές που εμφανίζουν τα σύνθετα των οποίων το α συνθετικό προέρχεται από το ρ. άρχω, ενώ το β συνθετικό τους αρχίζει από φωνήεν. Για το αρχ ισχύει ό,τι και για το αρχε *, αρχι * και αρχο * Δηλ. τα… … Dictionary of Greek
αρχε- — (AM ἀρχε ). [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη μορφή αρχε ως α συνθετικό εμφανίζεται ένας μικρός σχετικά αριθμός συνθέτων λέξεων της Ελληνικής, της αρχαίας κυρίως, απ όπου μερικές διατηρήθηκαν και στη νέα Ελληνική, των οποίων το β συνθετικό αρχίζει από σύμφωνο. Το… … Dictionary of Greek
αρχολίπαρος — ἀρχολίπαρος, ον (Μ) αυτός που κολακεύει και εκλιπαρεί τους ισχυρούς για να ανέβει σε κάποιο αξίωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχο * + λιπαρός] … Dictionary of Greek
αρχολογία — η 1. το να εξετάζει κανείς τις αρχές στη φιλοσοφία 2. το κεφάλαιο της φιλοσοφίας το οποίο ασχολείται με τις βασικές φιλοσοφικές αρχές. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχο * + λογία < λόγος < λέγω. Η λ. μαρτυρείται στον Ευγένιο Βούλγαρι] … Dictionary of Greek
αρχομανής — ( ούς), ές αυτός που επιθυμεί με μανία ή με υπερβολικό ζήλο να κατακτήσει την εξουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχο * + μανής < μαίνομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Ν. Ι. Σαρίπολο] … Dictionary of Greek
αρχομανία — η το υπέρμετρο πάθος κατάκτησης της αρχής ή της εξουσίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχο * + μανία < μαίνομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Ι. Περβάνογλου] … Dictionary of Greek
κηπομανία — η η ιδιότητα τού κηπομανούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆπος + μανία (< μανία < μαίνομαι «είμαι τρελός, μανιασμένος»), πρβλ. αρχο μανία, κλεπτο μανία] … Dictionary of Greek
Канонарх — (κανον и άρχο начинаю т. е. руководитель канона греч.) клирик в монастыре, являющийся руководителем церковного пения. В греческой церкви один из клира, долженствующий начинать пение тропарей канона, он должен… … Полный православный богословский энциклопедический словарь